Κυριακή, 05 Μαΐου 2024
Τέχνες 06 Απριλίου 2023

Η Βάλερυ Κοντάκος μας αποκαλύπτει τα μυστικά της «Βασίλισσας της Νέας Υόρκης»

Η Βάλερυ Κοντάκος μας αποκαλύπτει τα μυστικά της «Βασίλισσας της Νέας Υόρκης» Η Βάλερυ Κοντάκος μας αποκαλύπτει τα μυστικά της «Βασίλισσας της Νέας Υόρκης» Η Βάλερυ Κοντάκος μας αποκαλύπτει τα μυστικά της «Βασίλισσας της Νέας Υόρκης»
Rate this item
(0 votes)

queen-of-the-deuce_1280x720_approved (1)

Μια Ισπανό-Ελληνίδα Εβραία γίνεται μια από τις πιο επιτυχημένες επιχειρηματίες στον χώρο των πορνοκινηματογράφων στην καρδιά της Νέας Υόρκης. Η πληθωρική προσωπικότητά της Τσέλι Γουίλσον (Chelly Wilson) γίνεται η αφορμή να αναλυθεί μια φέτα underground ζωής χωρίς γεωγραφικό ορίζοντα.

«Η Βασίλισσα της Νέας Υόρκης», με στέμμα το σπάνιο αρχειακό υλικό, σκήπτρο τη μυστικοπάθεια της ηρωίδας και θρόνο τους πορνοκινηματογράφους της Time Square του ‘70 γίνεται ένας φόρος τιμής στην προ-HIV, προ-νεοσυντηρητική και προ-ενοχοποίησης Αμερική και το παρασκήνιο, που μόνο αν δείτε αυτήν την απολαυστική ταινία, θα μάθετε.

Η σκηνοθέτις Βάλερυ Κοντάκος μας μίλησε αποκλειστικά για την ταινία της, το φαινόμενο Τσέλι, αλλά και πολλά ακόμα.

«Δεν επέλεξα εγώ το θέμα. Όποιος την γνώριζε [ήξερε ότι η Τσέλι ήταν το θέμα]… Ήταν τόσο εντυπωσιακή σε όλα τα επίπεδα που δεν την ξεχνούσες. Τέτοιους ανθρώπους δεν τους βλέπουμε σήμερα, δηλαδή χαρακτήρες που έχουν τόσο ζωή μέσα τους και τη μοιράζονται. Να κάνουν τους ανθρώπους γύρω τους να χαίρονται… Η Τσέλι ήταν ένας από αυτούς τους ανθρώπους που δεν θα την ξεχνούσες ποτέ. Το δύσκολο ήταν πως από τη μία πλευρά ήθελα να διατηρήσω τη δραματουργία μέσα στην ιστορία, οπότε δεν μπορούσα να αφηγηθώ απλά τη ζωή της σε κεφάλαια. Έπρεπε να βρω τρόπο να δέσουν όλα. Έπρεπε τα γεγονότα και οι πληροφορίες να πηγαίνουν παράλληλα καθώς πεταγόμαστε από το 1939, στο 1970, μετά στο 1980. Η αφήγηση είχε όμως πολλά «πίσω-μπρος». Ελπίζω να καταφέραμε να διατηρήσουμε μια αφηγηματική φόρμα. Σε αυτό μας βοήθησε πολύ και το animation, καθώς μας έδωσε μεγάλη ελευθερία. Πλέον η ηρωίδα μας ζούσε [ξανά] «μέσα από το animation». Αυτό μας επέτρεψε να δομήσουμε την ιστορία με έναν τέτοιο τρόπο που δεν χανόταν η Τσέλι».

Το ντοκιμαντέρ, ως πολυμορφική συρραφή ειδών και φορμάτ, μεταμορφώνεται σε ένα συμπαγές διήγημα της μικρής και της μεγάλης οθόνης. Το γεγονός πως η Τσέλι ήταν και η ίδια διανομέας και παραγωγός φυσικά, διευκόλυνε την επαγγελματική -και ερασιτεχνική- καταγραφή αρκετών αποσπασμάτων από τη ζωή της.

«Και ένα από τα ωραιότερα υλικά που μου έδωσαν ήταν από τον γάμο. Έγινε στο κλαμπ της «Μύκονος». Γυρίστηκε σε 16άρι φιλμ. Το υλικό ήταν σπάνιας ομορφιάς. Το βλέπαμε και λέγαμε γιατί δεν έχουνε κι άλλο από αυτό για να μπορέσουμε να βάλουμε μέσα στην ταινία».

Μπορεί το υλικό να υπήρχε σε αφθονία, όμως η επιλογή του και ο τρόπος που θα αποτύπωνε την ιστορία της Τσέλυ, δεν ήταν εύκολη υπόθεση.

«Με πολλή δουλειά… [τα καταφέραμε]. Δεν ήταν εύκολο», θα πει. «Ήμουνα πολύ τυχερή πάντως διότι μπορέσαμε και δουλέψαμε με παραγωγούς και από τον Καναδά. Και το μοντάζ έγινε στον Καναδά. Είχαμε ένα ταλαντούχο μοντέρ, πάρα πολύ καλό και γρήγορο. Ήταν δεκτικός στο να δοκιμάζουμε διάφορες εναλλακτικές. Προσπαθήσαμε να βρούμε τον τρόπο που θα μπορέσουν να δέσουν οι ιστορίες. Θέλαμε να έχουν ροή και να μην αισθάνεσαι ότι κόβεται απότομα [ένα μέρος της ιστορίας]. Δεν θέλαμε μια ιστορία σε κεφάλαια, θέλαμε να υπάρχει νοηματική συνέχεια».

Η ιστορία αυτής της πρωτοπόρου γυναίκας που είχε ένα γοητευτικό σκοτάδι, δεν μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητους τους ξένους παραγωγούς, έτσι μια μικρή αλλά φιλόδοξη ταινία/ντοκιμαντέρ, έγινε μια διεθνής συμπαραγωγή με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

«Η παραγωγή ήταν 51% από τον Καναδά και 49% από την Ελλάδα. Το ότι είχα την ευκαιρία να δουλέψω εκεί [στον Καναδά] νομίζω ότι έκανε μεγάλη διαφορά. Αλλού δεν θα μπορούσα να είχα κάνει αυτό το ντοκιμαντέρ καθώς εκτός από το υλικό που μας έδωσε η οικογένειά της [Τσέλι], οι καναδοί παραγωγοί μας έβρισκαν ότι υλικά μας έλειπαν».

Μέσα από αυτή τη μακροχρόνια έρευνα, η Βάλερυ Κοντάκος γνώρισε καλύτερα ακόμα και από την οικογένεια της την Τσέλι Γουίλσον.

«Τελικά ήταν πολύ μόνη της. Παρόλο που είχε μια τέτοια ισχυρή παρουσία [και προσωπικότητά] ή όλους τους φίλους και τους παρατρεχάμενους, νομίζω ότι στην ουσία ήταν μόνη της στη ζωή. Αυτά που κουβαλούσε [μέσα της] δεν νομίζω ότι το ξεκαθάρισε».

Η Βασίλισσα της Νέας Υόρκης (Queen of the Deuce) trailer GR subs from Exile Films on Vimeo.

Η Τσέλι ήταν αφοσιωμένη στη δική της μποέμ αυτοκρατορία που έχτιζε στην Αμερική. Το Αμερικανικό όνειρο στοίχειωνε κάθε Έλληνα μετανάστη της εποχής που ήθελε να προσφέρει το καλύτερο στην οικογένεια του.

«Όλοι περνάμε από φάσεις… Ακόμη και οι γονείς μας καμιά φορά… ας πούμε εγώ που είμαι Ελληνοαμερικανίδα και οι γονείς μου μεγάλωσαν και εργάζονταν στην Αμερική, γι’ αυτούς το σημαντικό ήταν να σπουδάσουμε. Απ’ την άλλη πλευρά έβλεπες ότι ήθελαν να προσφέρουν τα πάντα στα παιδιά τους. Θυμάμαι και εγώ να τσακώνομαι με τον πατέρα μου και να του λέω ότι «ξέρεις, δεν σε βλέπουμε ποτέ» και να μας λέει «τι άλλο θέλετε, σας τα δίνω όλα;». Και λες, μα δεν τα θέλω, θέλω απλά την αγάπη σου!».

Μήπως όμως αυτή η ταινία ήταν ένα είδος κάθαρσης για τη Βάλερυ;

«Είναι μια κάθαρση, αλλά όχι σχετικά με τον πατέρα μου. Πλέον νομίζω ότι έχω φτάσει σε μια ηλικία που τα έχω ξεπεράσει, δεν το κουβαλάω, δεν είναι μέσα μου. Είναι όμως [σαφέστατα] μια κάθαρση διότι μπόρεσα να πω την ιστορία ενός ανθρώπου που δεν ήταν «άσπρη ή μαύρη». Και μπόρεσα να το κάνω ώστε να μην χρειάζεται «τα ασπρόμαυρα». Με ενδιέφερε [ο θεατής] να μπορεί να βλέπει και όλες τις αποχρώσεις και να μπορεί να τις εκτιμά. Όλα αυτά είναι μέσα στη ζωή μας και δεν χρειάζεται να είναι ή το ένα ή το άλλο, αλλά να τα δεχόμαστε [όπως μας έρχονται]. Δηλαδή αυτό το να μπορούμε να βλέπουμε παραπέρα από το έντονο, το sensational. Και να δεχόμαστε ουσιαστικά».

Παραλληλίζοντας την προσπάθεια της με ένα σύγχρονο ντοκιμαντέρ για μια οικογένεια που παρήγαγε και πουλούσε gay  πορνό, το «Circus Of Books», επιστρέψαμε σε έναν από τους άξονες της ταινίας, την ηθική των ηρώων και τα όρια αυτής.

«Η ηθική δεν πρέπει να διαγράφεται. […] ένας πολιτικός [για παράδειγμα] επιβάλλεται να έχει ηθική. Κάθε άνθρωπος όμως φέρει τη δική του ηθική [τους δικούς του κώδικες ηθικής], η οποία σε σταματάει όταν ξεπερνάς τα όρια της. Δεν σου επιτρέπει να κάνεις πράγματα που κάνουν κακό σε άλλους…» θα πει διευκρινίζοντας στη συνέχεια: «Δεν υπάρχει δηλαδή «ηθική του καλού και του κακού». Το ότι μεγαλώνουν τα παιδιά τους μέσα σε μια επιχείρηση με πορνογραφικό υλικό, όπως την οικογένεια που αναφέρεις από το άλλο ντοκιμαντέρ, δεν κάνεις τους ανθρώπους αυτομάτως ανήθικους· απλώς βγάζαν τα προς το ζην τους, πουλώντας τις κασέτες. Αλλά και ακόμη και αυτό, δηλαδή αν κάτι το ψάξεις λίγο πιο πολύ, βλέπεις ότι η παραγωγή που γινόταν τότε, όπως και με την Τσέλι, ήταν πολύ διαφορετική από την παραγωγή που γίνεται σήμερα, που έχουμε όλα αυτά τα ονλάιν πράγματα που εκεί σίγουρα υπάρχει φοβερή εκμετάλλευση. Και μάλλον έχει ενδιαφέρον, διότι σήμερα άρχισα να διαβάζω ένα άρθρο των New York Times. Γιατί γίνεται ολόκληρο θέμα τώρα με τις εργάτριες και τους εργάτες του sex. Έχουν ξεκινήσει μηνύσεις, γιατί θέλουν τα [πνευματικά] δικαιώματα τους. Ζητούν να πληρώνονται και αυτοί και όχι να τα παίρνουν χρήματα από τις προβολές μόνο οι παραγωγοί. Αυτό μας υπογραμμίζει ότι δεν υπάρχει μία μοναδική ηθική· είναι πολλές».

Ο χώρος του Πορνό ιδιαίτερα όταν άρχισε να εισχωρεί νόμιμα στον χώρο του κινηματογράφου, τηρούσε κάποιες αισθητικές προδιαγραφές.

«Οι πρώτες ταινίες του Τζον Σόρνο… Ήταν σκηνοθέτης που είχε μια τρομερή αισθητική και έβλεπες ότι στις πρώτες του ταινίες τραβούσε τα πλάνα του με τέτοιο τρόπο που έδινε σημασία στο φωτισμό, στις λεπτομέρειες, με σκοπό να παράξει μια όμορφη ταινία. Τελικά και αυτός κατέληξε να κάνει 100άδες ταινίες, και πλέον δεν μπορούσε να διατηρήσει την αισθητική του από τη στιγμή που μπήκε μέσα στην χοντρή βιομηχανία, που απαιτούσε τα πάντα με ταχύτητα». 

Η ταινία της Βάλερυ, «Η Βασίλισσα της Νέας Υόρκης» έκανε την πρεμιέρα της στην Αθήνα στον Κινηματογράφο «Άστορ», και εκεί θα συνεχίσει με κάποιες ακόμα προβολές. Ήταν αδύνατο να μη μιλήσουμε και για την έλλειψη κρατικής προστασίας στο κέντρο της Αθήνας, που ενδέχεται να οδηγήσει στο κλείσιμο -ή την αλλαγή χρήσης- ιστορικών κινηματογράφων.

«Σίγουρα δεν είμαι ιδανική [να μιλήσω], απλώς μπορώ να πω τη γνώμη μου πάνω στο θέμα του Αστορ και του Ιντεάλ, γιατί νομίζω ότι είναι και οι δύο κινηματογράφοι που αυτή τη στιγμή κινδυνεύουν… Αισθάνομαι ότι δεν υπάρχει κάποιος [φορέας] που να προστατεύει κατά κάποιο τρόπο τον τωρινό πολιτισμό. Ο πολιτισμός σε μεγάλο βαθμό είναι κάτι δευτερεύον για αυτούς. Φαντάζομαι εστιάζουν μονάχα στα αρχαία και τα ιστορικά μνημεία επειδή βγάζουν χρήματα με τους τουρίστες και τέτοια, αλλά ταυτόχρονα δεν έχουμε κόσμο στην πολιτική που εκτιμούν το τι γίνεται σήμερα».

Η συζήτηση επεκτείνεται, πού αλλού, στην ελλιπή ή μονοδιάστατη παιδεία και εκπαίδευση: «Ανοίγουμε μεγάλη συζήτηση διότι αυτό πάει πίσω και στην παιδεία… Πώς μπορείς να περάσεις 12 χρόνια πηγαίνοντας σχολείο και να μην έχεις κάνει ένα μάθημα κινηματογράφου, ή να κάνεις μόνο θεωρητικά μαθήματα μουσικής… Στην παιδεία δεν έχει δοθεί ιδιαίτερη έμφαση ώστε να αισθανθεί ο άλλος ότι όλα [για τα οποία πολεμάει η κινηματογραφική κοινότητα] αυτά είναι σημαντικά. Για εμένα δεν είναι τόσο σημαντικό το να γίνεις δικηγόρος ή γιατρός ή μηχανικός. Φυσικά και χρειαζόμαστε όλα αυτά [τα επαγγέλματα], αλλά ταυτόχρονα πρέπει να προσπαθούμε να αναπτύξουμε ολοκληρωμένους ανθρώπους και ο ολοκληρωμένος άνθρωπος έρχεται με τον πολιτισμό, τη μουσική, την τέχνη, τον κινηματογράφος. Όλα αυτά φτιάχνουν έναν πλήρη άνθρωπο Όμως δεν το κάνουμε. Οπότε πώς περιμένουμε ότι κάποια στιγμή όσοι δεν έχουν εντάξει στη δική τους παιδεία τον πολιτισμό, οι συμπολίτες μας, θα παλέψουν για τα αυτονόητα σε εμάς. […]Δεν μπορώ να καταλάβω πως κάποιος θα παλέψει για να συνεχιστεί κάτι [τόσο σημαντικό] όταν δεν έχει μάθει να το εκτιμά».

Το παρελθόν είναι απαραίτητο, αλλά το παρόν και το μέλλον αποτελούν ρεαλισμό και αναγκαιότητα, θα πει ανάμεσα από τις γραμμές.

«Δεν νομίζω ότι θα έπρεπε και εμείς οι σημερινοί Έλληνες να αισθανόμαστε ότι είμαστε οι απόγονοι αυτών που φτιάξαν τον Παρθενώνα. Είμαστε τελείως διαφορετικοί άνθρωποι. Καλό θα ήτανε να το καταλαβαίναμε, για να μπορέσουμε να πάμε παραπέρα. Ζώντας με 2000 χρόνια [αναμνήσεις] από τους Αρχαίους Έλληνες, έχουμε την ψευδαίσθηση μιας σημαντικότητας. Και το θέμα είναι ότι πρέπει να ζούμε και να πράττουμε στο παρόν [για το μέλλον]. Και αυτό το έχουμε ξεχάσει».

«Εμείς όταν ήρθαμε στην Ελλάδα [από την Αμερική], ήρθαμε με τα παιδιά μας. Έχω 2 παιδιά, που τότε ήταν τότε 6 και 7 ετών. Αρχικά θα μέναμε 2 χρόνια και σκεφτήκαμε να τα βάλουμε σε ελληνικό σχολείο για να μάθουν ελληνικά, καθώς όσο και αν προσπαθούσαμε να τους μάθουμε ελληνικά στην Αμερική, [ήταν δύσκολο] γιατί και εμείς ξεχνούσαμε να τους μιλάμε στα ελληνικά συνεχώς. Θυμάμαι ότι όταν ερχόντουσαν τα παιδιά σπίτι και μου λέγαν τι τους δίδασκαν, μου ερχόταν να κλάψω. Υπήρχε τόσο μεγάλη εστίαση στη μονομερή εκμάθηση της θρησκείας, το λέω και ας μπω σε μπελάδες. 12 χρόνια να μαθαίνεις αποκλειστικά από την οπτική των ορθόδοξων για τον Χριστό και τον Θεό. Αυτό δεν ήταν μάθημα για τις θρησκείες, αλλά μόνο για την ορθοδοξία! Υπάρχουν και άλλα θρησκευτικά ζητήματα που έπρεπε να μάθουν. Το έβρισκα απαράδεκτο. [Τα θρησκευτικά] πρέπει να σε μαθαίνουν και άλλα πράγματα. «Πώς μπορούμε να εξελιχθούμε», «να δεχόμαστε και τον άλλον». [Ο τρόπος που διδασκόταν το μάθημα προέτρεπε τους μαθητές να] κλείνουν τα μάτια και ζούμε με παρωπίδες. Αυτό δεν κάνουμε σήμερα; [Δυστυχώς] είμαστε φοβερά εγωιστές. Αυτό συμβαίνει τελικά».

Επανερχόμαστε στο θέμα της ταινίας, εμποτισμένο με όσα -πιο προσωπικά- λέγαμε νωρίτερα, για την οικογένεια της.

«Έχω δύο αγόρια. Δηλαδή ήταν αγόρια, τώρα είναι δύο άντρες»! Νομίζω ότι όταν μπαίνει το θέμα της σεξουαλικότητας του παιδιού σου, πρέπει να είσαι όσο πιο ειλικρινής μπορείς, και να μην ντρέπεσαι. Πρέπει να δείχνεις ότι δεν είναι ντροπή και είναι ένα μέρος της ζωής μας. Εγώ μάλλον έλεγα πολύ περισσότερα πράγματα απ’ ότι θα έπρεπε να πω και ντρέπονταν τα παιδιά μου. Αλλά το θέμα μας είναι ότι ήταν σημαντικό για μένα να τους κάνω να αισθανθούν ότι δεν χρειαζόταν να ντραπούν, ότι ήταν κάτι φυσιολογικό. Φυσικά, όπως συμβαίνει σε κάθε παιδί, δεν θέλει να ξέρει για τη σεξουαλικότητα των γονιών του, αλλά ούτε να αισθανθεί ότι τον ντροπιάζουν τέτοιες κουβέντες. Πρέπει να υπάρχει μια καλή ισορροπία. Χωρίς ντροπή».

Ένα από τα πιο συγκινητικά μέρη της ταινίας, είναι η εκπλήρωση της τελευταίας επιθυμίας της Τσέλι· όταν θα έφευγε από τη ζωή, να μοιραστούν όλοι τους οικογενειακά ένα τραπέζι με τα φαγητά που εκείνη πρόσφερε στους καλεσμένους της.

«Το ωραίο είναι ότι διαβάσανε τη λίστα που ήθελε στο τραπέζι για την κηδεία της. Το είχε δώσει σε έναν από τους κοντινούς της ανθρώπους, ξέρεις, που της έκανε τις διάφορες εξυπηρετήσεις, αλλά είχε δώσει και ένα αντίγραφο σε κάποιον άλλο. Στη Νέα Ορλεάνη ας πούμε όταν πεθαίνει κάποιος, βγαίνουν όλοι έξω και τιμούν το άτομο [αντί να το πενθούν παραδοσιακά]. Έχουν την ανάγκη ή θέλουν να τονίσουν πόσο σημαντικός ήταν ο αποθανόντας κάνοντας κάτι ευχάριστο. Ο χρόνος είναι πεπερασμένος, δεν έχεις όλον τον χρόνο του κόσμου. Το ωραίο με την Τσέλι είναι ότι το γνώριζε και για αυτό ζούσε κάθε στιγμή σα να ήταν μοναδική. Νομίζω αυτό διδάσκει σε όλους μας, «ό,τι είναι να κάνω θα το κάνω τώρα». Μάλλον είχε πάρα πολύ δυνατό ένστικτο μέσα της, και το ακολουθούσε». Αργότερα θα πει: «Πρέπει να σου πω όμως πως η Μπόντι μου έδωσε ηχογραφημένους τους επικήδειους όσων μίλησαν στην κηδεία της και [φυσικά] τους έβαλα στην ταινία».

Η Βάλερυ αισθάνεται ότι έχει διδαχτεί κάτι από την Τσέλι πάνω στο θέμα. Με εξομολογητική διάθεση, το μοιράστηκε μαζί μας:

«Κοίτα, σκέφτομαι ότι θα πεθάνω. Το ξέρεις πως θα γίνει όταν φτάνεις σε μια ηλικία, ειδικά εφόσον τελευταία έχουν φύγει αρκετοί φίλοι μας στην ηλικία μας από διάφορα· αρρώστιες, το ένα, το άλλο και τα λοιπά. Νομίζω ότι εγώ δεν έχω προσωπικά κάτι [σε εκκρεμότητα] που θα ‘θελα [να κάνω]… Χαίρομαι που είμαι εδώ. Έχω ζήσει τη ζωή που έχω ζήσει, την έχω ευχαριστηθεί. Και ελπίζω να έχω προσφέρει και κάποια ευχαρίστηση και σε άλλους, είτε μέσα από τη δουλειά μου, από τις σχέσεις μου κλπ. Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος που να θέλω πχ. να με θυμούνται [όταν θα φύγω]. Υπάρχουν άλλοι που θέλουν να έχουν υστεροφημία. Η Τσέλι για παράδειγμα δεν ήθελε υστεροφημία. Την αφορούσε ο τρόπος με τον οποίο ζούσε τη ζωή της· ότι αυτό που έκανε την ικανοποίησε εκείνη τη στιγμή που το έκανε. Ότι έκανε την λίστα [για την κηδεία της], την ικανοποίησε και ας ήξερε ότι δεν θα είναι εκεί. Ήταν σίγουρη ότι θα της ικανοποιούσαν την τελευταία της επιθυμία. Αυτή η λίστα ήταν τα «θέλω» της».

Αν μπορούσε νοητά να συναντήσει κάπου την Τσέλι και να της πει μερικές κουβέντες από την εμπειρία της όσο έκανε το ντοκιμαντέρ, τί θα της έλεγε;

«Ευχαριστώ που μου έδωσε αυτό το μέρος της ζωής της για να ερευνήσω… Πρέπει να πω ότι ήταν ένας άνθρωπος που μου χάρισε δύναμη και την αίσθηση ότι μπορώ να κάνω περισσότερα από ότι μου λέγανε οι άλλοι».

Με μεγάλη διακριτικότητα και χωρίς καμπανοκρουσίες, εκτίθεται και η σεξουαλικότητα της ηρωίδας, που αν και παντρεμένη, είχε άλλες δύο γυναίκες στη ζωή της.

«Δεν ήξερα πού θα μπορούσα να το πάω με αυτό το θέμα, δηλαδή δεν είχα υλικό για να το αναπτύξω περισσότερο, οπότε θεώρησα ότι ήταν καλύτερα να το βιώσει ο θεατής με έναν τρόπο το οποίο ακόμη και τα παιδιά της -ας πούμε- βίωσαν όταν έμαθαν ότι η Τσέλι ήταν λεσβία (γιατί ήταν από πάντα). Δεν ήταν κάτι που έκρυβε… Δηλαδή, όσοι δεν το βλέπανε, μάλλον δεν ήθελαν να το δούνε. Νομίζω κάπως έτσι το χειρίστηκα και εγώ μέσα στην ταινία. Ότι αν την κοιτάξεις με ανοιχτό μυαλό, βλέπεις τα σημάδια. Δεν είναι δυνατόν να ακούς τόσο συχνά τα ονόματα Νόνι και Εύα και να μην το πονηρευτείς!». Αναλύοντας περισσότερο καταλήγει: «Από τη μία πλευρά χαίρεσαι που ήταν αυτό που ήθελε να είναι, γιατί αυτό αισθανότανε, αλλά από την άλλη θα ήταν ωραίο να είναι μέρος της καθημερινότητας της χωρίς να είναι κάτι το ιδιαίτερο».

Πως αντέδρασαν όμως οι συγγενείς και φίλοι που είδαν το legacy μιας αφανούς ηρωίδας να λάμπει στη μεγάλη οθόνη;

«Οι δύο κόρες της, η Μπόντι και η Πολέτ… Ήταν οι πρώτες που το είδαν. Ουσιαστικά όλοι στην οικογένεια έχουν δει την ταινία. Είχαμε κάνει μια προβολή στη Νέα Υόρκη σε ένα φεστιβάλ πριν από τη Θεσσαλονίκη και κατάφεραν να έρθουν και όλοι όσοι είναι μέρος της ταινίας. Χαίρομαι διότι όλοι τους ήταν ευχαριστημένοι με την ταινία και για ορισμένους μπορείς να πεις ότι έμαθαν και πολλά πράγματα από όσα ήδη ήξεραν, συγκεκριμένα ο Σκλήφας δεν νομίζω ότι ήξερε όλα αυτά για την Τσέλι. Αυτό όμως είναι μια παρακαταθήκη για τις κόρες της. Και νομίζω ότι είναι σημαντικό για αυτούς, διότι αλλιώς κατά κάποιο τρόπο θα είχε χαθεί [η ιστορία της] στη μνήμη τους. [Δεν θα άλλαζα κάτι στην ταινία]. Είναι όπως ένας πίνακας. Δεν πας και τον σκίζεις μετά όταν τον βαριέσαι. Και ας πούμε για ανθρώπους σαν την Τσέλι που έχουν στιγματίσει τόσους πολλούς ανθρώπους γύρω τους είναι κάτι όμορφο να έχεις [μια ανάμνηση], κάτι να στους θυμίζει. 

Η Βάλερυ Κοντάκος έχει δημιουργήσει ένα χώρο πολιτισμού στην καρδιά της Αθήνας με στόχο να προάγει το διάλογο στις τέχνες, το Exile Room.

«Όλοι μας έχουμε κάτι ιδιαίτερο που είναι δικό μας. Θα έλεγα ότι το exile room είναι σαν το μωρό μου. Ας το πούμε έτσι. Είναι ένας χώρος στο μοναστηράκι, το οποίο ξεκίνησε πριν από περίπου 10, 12 χρόνια και δημιουργήθηκε για να μπορούμε να προβάλλουμε ντοκιμαντέρ. Αποκλειστικά ντοκιμαντέρ, διότι αισθανόμουν ότι δεν δινόταν η σημασία που θεωρούσα ότι θα μπορούσε να δοθεί στα ντοκιμαντέρ τότε. Τώρα νομίζω ότι έχουν αλλάξει αρκετά τα πράγματα και το ντοκιμαντέρ έχει πάρει και εδώ, μια πιο σοβαρή εκτίμηση από τον κόσμο· αλλά έτσι ξεκίνησε. Ήθελα το ντοκιμαντέρ να πάρει την δικιά του θέση στο τραπέζι του κινηματογράφου. […] Κάνουμε δύο φορές τον μήνα προβολές εδώ. Έχουμε μια πολύ ωραία, -μικρή αλλά ωραία- αίθουσα για προβολές και τις κάνουμε δωρεάν. Παίρνουμε ταινίες από το εξωτερικό, επειδή προσπαθούμε να δείχουμε ταινίες που δεν θα δούμε ούτε στην τηλεόραση… Μας κάνει τον προγραμματισμό ο Θανάσης Πατσαβός που είναι πολύ σινεφίλ και ψάχνει και βρίσκει τα πιο παράξενα και ευχάριστα ντοκιμαντέρ. Φτιάχνουμε και κάτι [να προσφέρουμε] έτσι· λίγο για φαγητό μετά την ταινία. Εφόσον μας τίμησαν και είδαν ένα ντοκιμαντέρ, τους κερνάμε και κάτι μαζί με ένα ποτήρι κρασί για να γίνεται ωραία συζήτηση μετά από την ταινία».

«Η Βασίλισσα της Νέας Υόρκης»

ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΑΘΗΝΑΣ

Παρασκευή 07.04 | 22:00 | Κινηματογράφος ΑΣΤΟΡ

Την προβολή προλογίζουν οι Λεσβίες στα Πρόθυρα.

Και κάθε Παρασκευή, εκτός Πάσχα, για όλο τον Απρίλιο.

Για να εκδώσετε εισιτήρια, επισκεφθείτε τη viva εδώ

ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Από τις 6 έως και τις 12 Απριλίου, καθημερινά | 19:00 | Αίθουσα ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΡΝΕΣ, Αποθήκη Α’ – Λιμάνι

www.ertnews.gr

Read 78 times

About Us

Thessaloniki Day & Night

Διασκέδαση Χωρίς Όρια

info(@)thessaloniki-dayandnight.gr

Connect With Us